- βρῶμα
- τὸ βρῶμα, ατος / ἡ βρῶσις, εως еда, пища
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
βρῶμα — that which is eaten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρώμα — το (AM βρῶμα, Μ και βρῶμαν) [βιβρώσκω] 1. τροφή 2. λεία, θήραμα νεοελλ. 1. δόλωμα 2. διάβρωση, αποσύνθεση αρχ. 1. πληγή, καρκίνωμα 2. οπή, κουφάλα του δοντιού … Dictionary of Greek
βρώμα — η βλ. βρόμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρώμαν — βρώμᾱν , βρώμη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/Beta — Beta Inhaltsverzeichnis 1 Βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα … Deutsch Wikipedia
брашьно — БРАШЬН|О (427), А с. 1.Пища, еда: Простѣишааго въ всемь ишти. и въ брашьнѣ и въ одежди. Изб 1076, 30 об.; варламъ... пребысть же на мѣ||стѣ томь сѣд˫а... ни брашьна же въкоуша˫а ни въ одежю облечесѩ. ЖФП XII, 34в г; рече ст҃ыи николаѥ имаши ли… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek
βρώμαθ' — βρώ̱ματα , βρῶμα that which is eaten neut nom/voc/acc pl βρώ̱ματι , βρῶμα that which is eaten neut dat sg βρώ̱ματε , βρῶμα that which is eaten neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρώματ' — βρώ̱ματα , βρῶμα that which is eaten neut nom/voc/acc pl βρώ̱ματι , βρῶμα that which is eaten neut dat sg βρώ̱ματε , βρῶμα that which is eaten neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Forastero — Cacaoyer Cacaoyer … Wikipédia en Français
Theobroma cacao — Cacaoyer Cacaoyer … Wikipédia en Français